Τα στάδια του Πένθους
- Νίκος Ρούσσος
- Mar 27
- 5 min read
Η ψυχοθεραπεία είναι μια αφοσιωμένη μαθητεία σε μια μεθοδολογία αποκάλυψης της θαμπής λάμψης της σκοτεινιάς της απουσίας. Τόσο οι τεχνικές της- όπως για παράδειγμα η αορατότητα της ανθρωπινότητας του θεραπευτή- όσο και οι πρώτες ύλες της: αφήγηση των συμβάντων που κάποτε ήταν, αρχαιολογική αναδόμηση προϊστορικών βρεφικών εμπειριών, ανατομία μισοξεχασμένων ονείρων της νύχτας, βρίθουν από την τέχνη ενός εμπρόθετου αποπροσανατολισμού του βλέμματος(free floating attention). Η ψυχοθεραπεία στοχεύει συχνά να βγάλει από την κρυψώνα τους, μνημεία σημαντικών άλλων που στοιχειώνουν το «τώρα» και μερικές φορές γεμίζουν ασφυκτικά το «μέσα», την υπόκωφη μα φρενήρη λειτουργία που ξεκίνησε με απώλειες υγείας, συντρόφων, ελπίδων, καθοριστικών εικόνων του Ιδανικού Εαυτού και εναλλακτικών ζωών που συντρίφτηκαν. Αναζητά την αόρατη δόνηση που προκάλεσαν αιφνιδιαστικοί θάνατοι ή και αναμενόμενοι χαμοί που παραδόξως αιφνιδίασαν, συμπτώματα που καθιστούν αφιλόξενο το έδαφος πάνω στο οποίο ανθίζει η συνήθεια ή αλλιώς η γαλήνια ιστορικότητα της αίσθησης ενός ενιαίου εαυτού. Η ψυχοθεραπεία είναι, λοιπόν, πνευματικό τέκνο της απώλειας. Γεννιέται στο ρήγμα ανάμεσα στην αμεσότητα της απτής ζωής με τις μεσολαβητικές σκιές της Μνημοσύνης που γυροφέρνουν σαν ορφανές, βουβές μούσες, αναζητώντας ένα Νου πρόθυμο να τις σκεφτεί.
Τα λεγόμενα στάδια του Πένθους είναι πλέον δημόσιο κεκτημένο. Αποτελούν κοινή γνώση της δημοφιλούς ψυχολογίας: Άρνηση, Θυμός, Κατάθλιψη, Αποδοχή. Είναι για πολλούς ένα εξαιρετικά χρήσιμο μοντέλο κατανόησης της επίπονης αργίας του ψυχισμού μπροστά στην απώλεια.
Ωστόσο, σε αυτό το άρθρο θα επιδιωχθεί μια αντιστροφή, που μου φαίνεται πως ταιριάζει περισσότερο σε μια πραγματική ψυχολογική επεξεργασία των απωλειών. Εδώ λοιπόν, θα πάμε ανάποδα και θα ορίσουμε ως πρώτο «στάδιο» την Αποδοχή.
Να σημειωθεί πως το παρόν άρθρο δεν προτίθεται να αποτελέσει μια νέα θεωρία ή μεθοδολογία ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης. Είναι περισσότερο ένα νοητικό πείραμα, μια παιγνιώδης αντιστροφή που ίσως και να προσφέρει κάτι στην εμβάνθυνση του υπό εποπτεία φαινομένου.

Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να υποκλιθεί στην άνευ όρων αποδοχή της πραγματικότητας ως το αδιαμφισβήτητο έδαφος της ύπαρξης του. Αποδοχή σημαίνει ταύτιση της Αλήθειας με την Πραγματικότητα. Γνωρίζουμε βαθιά, μέσα στα κόκκαλα μας, πως το συμβάν είναι ο αναντίρρητος βασιλιάς της σχέσης μας με τη ζωή. Ανεξάρτητα από την ιδιοσυγκρασιακή μας αντίδραση στο Πραγματικό, δεν διαθέτουμε πια κάποιον άλλον κόσμο να καταφύγουμε. Η υποκειμενικότητα μας, αργά ή γρήγορα, «αποδέχεται» την ιερή εγκυρότητα του γεγονότος. Με άλλα λόγια ξεκινούμε το ταξίδι του πένθους με την «Αποδοχή». Υποχρεωνόμαστε να γνέψουμε καταφατικά στο «Όχι» της απώλειας.
Επόμενη φάση είναι η «Κατάθλιψη». Αποδοχή της Πραγματικότητας, σημαίνει μοιραία, μια παραίτηση στην θεσμική ανωτερότητα της. Η πραγματικότητα διαθέτει μια μελαγχολική ψυχρότητα, τροφοδοτείται από μια κυκλική επανάληψη, αδιάφορων για τις προσδοκίες μας, αναγκαιοτήτων. Η Κατάθλιψη είναι το δεύτερο στάδιο της δικής μας μεταχείρισης στο πένθος, καθώς αποτελεί την κατάλληλη ανθρώπινη αντίδραση στην Αποδοχή: «απλά αυτός είναι ο κόσμος, και απλά αυτό είμαι εγώ!». Παύση της δράσης, καθήλωση της ελπίδας, επιβράδυνση της ιδεοφυγής, κατάρρευση των συναισθηματικών ή αισθαντικών δεσμών μας με τον κόσμο.
Το επόμενο στάδιο είναι ο Θυμός. Η Κατάθλιψη είναι το εσωτερικό υπόστεγο, το σιωπηλό καταφύγιο των παρουσιών που εξαΰλωσε η Πραγματικότητα παίζοντας με τους μοχλούς του οδοστρωτήρα του Χρόνου. Η κατάθλιψη είναι το καταφύγιο για επίμονες ψυχικές παρουσίες που εξορίστηκαν ως φευγαλέες εικόνες, μεταστοιχειωμένες σκιές του εαυτού τους. Μια παγερή στέπα αργοκίνητων ποιοτήτων με κρυφή ψυχική ζωντάνια. Αργά ή γρήγορα αυτή η ζωντάνια αποκτά ορμή. Φορτίζει τον θυμό μας: επαναστατική ανυπακοή στην ηγεμονία της «αυτονόητης» Πραγματικότητας. Η οργή έπεται λοιπόν της Κατάθλιψης διότι η δεύτερη με την ανορεκτική της δίαιτα, αφαιρεί από τις ψυχικές εικόνες την οντολογική τους αξιοπρέπεια. Ο θυμός είναι ο πρώτος κυματισμός της λιμνασμένης ψυχικής ενέργειας που απαιτεί να αποδράσει από το κλειστοφοβικό κελί του στενά προσωπικού παραπόνου και να ξαναβρεθεί στην αγκαλιά της συλλογικότητας. Οι προγονικές φιγούρες, τρόπον τινά, απαιτούν εκδίκηση, ως μια πρωτόγονη μορφή επικοινωνίας. Ο θυμός είναι μια δίκαιη πολεμική ιαχή για την αναγνώριση της μνήμης ως αναγκαίας λειτουργίας κάθε ψυχικού φαινομένου. Ο θυμός είναι ο πρώτος, άγαρμπος ίσως δυναμισμός ενός περιεχομένου που απαιτεί να ενταχθεί στην δεξαμενή των ιστοριών που πάντα συντροφεύουν το είδος μας. Και που θα συνεχίσουν…
Αποτέλεσμα αυτού του θυμού, της λιβιδινικής έκρηξης των ψυχικών φιγούρων είναι η Άρνηση. Ωστόσο, οφείλουμε να την αναγνώσουμε εδώ όχι μόνο σαν μια αμυντική τακτική ενός κατακλυσμένου από άγχος, Εγώ, αλλά ως μια άρνηση της άρνησης (με την διαλεκτική έννοια) που οδηγεί σε μια αναβαθμισμένη κατάφαση. Το πένθος κατά αυτή την έννοια μετατρέπεται σε τόπο κατεργάρικης δημιουργικότητας των ψυχικών «δαιμονίων» που αναβλύζουν ψυχική υπεραξία. Η Άρνηση είναι το τελευταίο και τελεολογικό στάδιο του Πένθους, διότι γεμίζει τη ζωή μας με παρουσίες- αόρατες στο γυμνό μάτι- που ωστόσο γίνονται προίκα της ψυχικής κουλτούρας: βοηθητικές φιγούρες, καθοδηγητικά πνεύματα, καταδιωκτικοί εφιάλτες, ζηλόφθονοι αγγελιοφόροι του παρελθόντος, αρχετυπικοί απόηχοι της συλλογικής μας ψυχικής μοίρας. Η Άρνηση του κυριολεκτικού, επιτρέπει στο νου να υποδεχθεί τις αφομοιωμένες από την Πραγματικότητα, ψυχικές αλήθειες ως ανεξάρτητα όντα. Είναι μια πράξη ψυχολογικής ελευθερίας.
Ο Γ., ένας άντρας κοντά στα 40 ήρθε στο γραφείο, καταρρακωμένος από τον πρόωρο χαμό της αδελφής του από καρδιακό επεισόδιο. Ζούσαν για πολλά χρόνια σε διαφορετικές πόλεις, αν και η επαφή τους, τηλεφωνικά ήταν καθημερινή, το ενδιαφέρον ζωηρό και η φροντίδα- έστω και από απόσταση- αδιάλειπτη. Ο Γ., όπως φυσικά είναι αναμενόμενο, συντετριμμένος μηρύκαζε την θλιμμένη διαμαρτυρία του για έναν τέτοιο πρόωρο χαμό. Η αδελφή του έπασχε από μια χρόνια και βαριά ψυχοπαθολογία που υποψίαζε τον Γ., πως ο θάνατος της δεν ήταν μόνο «θέλημα Θεού». Παρότι ο Γ., γνώριζε για την ψυχική ασθένεια της αδελφής του, μεταχειριζόταν αυτή την πληροφορία με έναν μάλλον επιφανειακό τρόπο- ίσως για να μαλακώσει κάπως τον κοινό μας τρόμο απέναντι στην τρέλα ή την επίμονη ενοχή της απουσίας του. Οι αφηγήσεις του ψυχωτικού βιώματος της αδελφής, αντιμετωπίζονταν με μια ελαφρότητα, ως απλή παραξενιά. Κάτι τέτοιο βεβαίως δημιουργεί μια κάποια ψυχική απόσταση, συντηρεί σημεία ψυχικής αποσύνδεσης που αποτελούν το καύσιμο για την εμφάνιση του «επιπλεγμένου πένθους».
Ώσπου ο Γ. ονειρεύτηκε:
«Κοιτάζω από μακριά. Βλέπω την αδελφή μου έντρομη. Μια σκοτεινή, ύποπτη μορφή την κυνηγάει. Ο καταδιώκτης της είναι ανατριχιαστικός. Εκείνη προσπαθεί να κρυφτεί. Ανεβοκατεβαίνει σκάλες. Όταν πια φτάνει σε αδιέξοδο πηδάει από το μπαλκόνι. Κείτεται βαριά τραυματισμένη. Σε λίγο έρχεται ένα ασθενοφόρο και την παραλαμβάνει. Μαθαίνω πως τα νέα είναι καλά. Θα ζήσει…»
Το συγκεκριμένο όνειρο θα μπορούσε να αναγνωστεί ως μια κλασσική περίπτωση εκπλήρωσης ευχής. Μια καταφυγή στην μαγική σκέψη που υπερβαίνει το μοιραίο. Ωστόσο θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε μια διαφορετική ανάγνωση. Η πένθιμη επανάληψη της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας, ίσως διαμόρφωσε τις συνθήκες εκείνες που καθιστούν εφικτή την απόδοση υπαρξιακής αξίας και συναισθηματικής δικαιοσύνης στην εμπειρία της αδελφής. Μόνο όταν ο Γ., έγινε «αυτόπτης» μάρτυρας της ψυχωσικής της εμπειρίας, όταν άντεξε να δει τον ωμό φόβο και αδιέξοδο της, παρουσιάστηκε η δυνατότητα μιας πραγματικής επούλωσης της σχέσης του με την ολότητα της, την γυμνή αλήθεια της, το ατομικό της πεπρωμένο. Μόνο τότε έγινε δυνατή η θεραπευτική φροντίδα που δίνει ελπίδα για μια ικανή «ψυχική ορθοπεδική» που μπορεί πραγματικά να υπηρετήσει την συνέχεια της ζωής του πνεύματος της, μέσα του. Ίσως, αυτή είναι η ψυχολογική αναγκαιότητα του πένθους: Η μετατροπή της αδιανόητης απώλειας σε ένα νοητικά ζωηρό περιεχόμενο, μια εντατική θεραπεία της εικόνας και η μετατροπή της σε ψυχικό περιεχόμενο. Η γονιμοποίηση του κενού με «αρνήσεις της άρνησης» που πραγματοποιείται στην διεργασία των «σταδίων» του πένθους:
Αποδοχή της βάρβαρης πραγματικότητας: για παράδειγμα μια απώλεια.
Κατάθλιψη: Αργία στον μανιακό ρυθμό της συνήθειας (βασίλειο της αποδοχής) και μελαγχολική υποχώρηση στο εσωτερικό καταφύγιο των σημαντικών μα αόρατων (πια) οντοτήτων.
Θυμός: Βίαιη επιθυμία μιας κάποιας επιβίωσης της αρχετυπικής αλήθειας των απωλειών. Παλινόρθωση της ριζωματικής αυτοκρατορίας των προγόνων.
Άρνηση: Εκλέπτυνση του βλέμματος μέσα από τον βασανισμό της υποκειμενικότητας που οδηγεί στην αντικειμενικότητα της έννοιας της ψυχισμού, ως την συμβολική, ποιητική και ανεξάρτητη ύπαρξη μιας αναγκαίας ζωτικότητας που μετατρέπει την ζωή μας από τυχαίο, φυσικό και ίσως ασήμαντο συμβάν σε μια ζωή που ίσως και να αξίζει να την ζήσεις.
Comments